- τριακάδαρχος
- τρῐᾱκάδαρχος [pron. full] [κᾰ], ὁ,A chief of a τριακάς, IG14.209,211, al. ([place name] Sicily).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριακάδαρχος — ὁ, Α ο αρχηγός τριάντα ανδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακάς, άδος + αρχος*] … Dictionary of Greek